Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αεροναυαγοσωστικό — το (Αεροπ.) κατάλληλα εξοπλισμένο αεροσκάφος που χρησιμοποιείται: 1) για να επισημάνει ναυαγούς και να ειδοποιήσει τα αρμόδια συνεργεία για την παραλαβή τους και 2) για να τούς εφοδιάσει με τα απαιτούμενα μέσα διασώσεως (βάρκες, σωσίβια κ.λπ.) ή… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
σοβχόζ — Μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις στο σύστημα της· σοσιαλιστικής αγροτικής οικονομίας της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. Τα πρώτα σ. ιδρύθηκαν στα δημευμένα αγροκτήματα των τσιφλικάδων (1918). Σύμφωνα με τον Λένιν, σκοπός των σ. ήταν να δείξουν παραστατικά στους… … Dictionary of Greek
Αντωνίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Γεννήθηκε στα Βρίουλα (Βουρλάς) της Σμύρνης. Πολέμησε από την αρχή έως το τέλος του Αγώνα πρώτα στην Πελοπόννησο και, αργότερα, σε όλες τις μάχες που έδωσε η Ιωνική φάλαγγα, στην οποία έγινε αξιωματικός το… … Dictionary of Greek
Βαλεντίνος — I (Valentinus, 2ος αι. μ.Χ.). Γνωστικός από την Αίγυπτο. Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και κατόπιν, περίπου το 140 μ.Χ., εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Τις θεωρίες του γνωρίζουμε από κάποια αποσπάσματα που παραθέτει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, καθώς επίσης από… … Dictionary of Greek
Ντε Γκολ, Σαρλ Αντρέ — (Charles Andre Joseph Marie De Gaulle, Λίλ 1890 – Κολομπέ λε ντεζ Εγκλίζ 1970). Γάλλος στρατηγός και πολιτικός, ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς ηγέτες της μεταπολεμικής Γαλλίας. Μαθητής και αργότερα καθηγητής της στρατιωτικής ιστορίας… … Dictionary of Greek